Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

περπατώ στίς

  • 1 μύτη

    η
    1) нос;

    ανασηκωμένη μύτη — курносый, вздёрнутый нос;

    κυρτή μύτη — орлиный нос;

    μιλάω με τη μύτ — говорить в нос;

    παστρεύω ( — или φυσώ) τη μύτη μου — сморкаться;

    η μύτη μου τρέχει αίμα — у меня идёт кровь из носа;

    2) клюв;
    3) хобот (насекомого); 4) морда, рыло (животного); 5) нюх, чутьё, обоняние;

    έχω γερή μύτη — иметь хорошее обоняние, чутьё, нюх;

    6) кончик, остриё (иглы и т. п.);
    7) нос (лодки и т. п.); носок (ботинка и т. п.);

    § χώνω παντού τη μύτη μου — всюду совать свой нос;

    τραβώ ( — или σέρνω) από τη μύτη — а) командовать (кем-л.), заставлять плясать под свою дудку (кого-л.); — б) водить за нос (кого-л.);

    σηκώνω τη μύτη ψηλά — или έχω (α)ψηλή μύτη — задирать нос;

    φέρνω μπροστά στη μύτη κάποιου — ткнуть носом кого-л. (во что-л.);

    δε βλέπω πέρ' από ( — или ως) τη μύτη μου — дальше своего носа не видеть;

    τρέχει ( — или στάζει) η μύτ μου — у меня насморк;

    μου βγήκε (ξυνό) από τη μύτη — мне дорого стоило это (удовольствие, радость и т. п.); — мне это вышло боком;

    δε μάτωσε ( — ила δε λύθηκε) μύτηобошлось без кровопролития (о драке);

    περπατώ στίς μύτες (των παπουτσιών) — ходить на цыпочках

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μύτη

  • 2 tiptoe

    ['tiptəu]
    (to walk on the toes, usually in order to be quiet: He tiptoed past her bedroom door.) περπατώ στις μύτες των ποδιών
    - stand on tiptoes
    - stand on tiptoe

    English-Greek dictionary > tiptoe

  • 3 ходить

    ходить
    несов
    1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω:
    не уметь \ходить δέν μπορώ νά περπατήσω· начать \ходить ἀρχίζω νά περπατώ· \ходить большими шагами βαδίζω μέ μεγάλα βήματα· \ходить взад и вперед πηγαινοέρχομαι· \ходить на лыжах κάνω σκί· \ходить в разведку πηγαίνω σέ ἀνίχνευση· \ходить на четвереньках ἀρκουδίζω, βαδίζω μέ τά τέσσαρα·
    2. (в чем-л.) φορώ:
    \ходить в шубе φορώ γούνα· \ходить босиком βαδίζω ξυπόλυτος· \ходить.в очках φορώ ματογιάλια· \ходить в шляпе φορώ καπέλλο· 3, (посещать) πηγαίνω, συχνάζω:
    \ходить в школу πηγαίνω (или φοιτώ) στό σχολείο· \ходить в театр πηγαίνω στό θέατρο· \ходить по музеям συχνάζω στά μουσεία· \ходить по врачам γυρίζω στους γιατρούς· \ходить в гости πηγαίνω σέ ἐπίσκεψη, ἐπισκέπτομαι· \ходить на лекции πηγαίνω στίς παραδόσεις·
    4. (о поездах, пароходах и т. п.) πηγαίνω, κυκλοφορώ·
    6. (о часах) πηγαίνω:
    часы ходят верно то ро-λογι πηγαίνει καλά· мой часы не ходят τό ρολόγι μου σταμάτησε· в. (в игре) κινώ/ карт. ρίχνω:
    \ходить пешкой κινώ τό πιόνι· \ходить с козыря ρίχνω ἀτού· вам \ходить εἶναι ἡ σειρά σας (στό παιγνίδι)·
    7. (заботиться, ухаживать) разг περιποιούμαι, ἐπιμελοῦμαι:
    \ходить за больным περιποιούμαι τόν ἀσθενή, κυττάζω τόν ἄρρωστο· \ходить за ребенком περιποιοῦμαι τό μωρό· \ходить за лошадью περιποιοῦμαι τό ϋλογο·
    8. (о деньгах) κυκλοφορώ· ◊ \ходить на медведя πηγαίνω στό κυνήγι ἀρκούδα· ходят слу́-хи... διαδίδεται..., κυκλοφορεί ἡ φήμη (ότι)...· \ходить гоголем разг κορδώνομαι, περ(ι)πατῶ κορδωμένος· \ходить вокру́г да около στριφογυρίζω, κλωθογυρίζω· \ходить по́ миру (просить милостыню) ζητιανεύω, ψωμοζητώ, ἐπαιτώ· \ходить по рукам κυκλοφορώ ἀπό χέρι σέ χέρι· \ходить на задних лапках перед кем-л. στέκομαι σούζα μπροστά σέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > ходить

  • 4 ходить

    хожу, ходишь
    ρ.δ.
    1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω, βαίνω•

    только что он начал -после тифа μόλις άρχισε αυτός να βαδίζει μετά τον τύφο.

    2. βλ. идти (1 σημ.), με τη διαφορά ότι•

    ходить σημαίνει επαναληπτική κίνηση, προς διάφορες κατευθύνσεις και σε διάφορο χρόνο•

    ходить с угла в угол βαδίζω από γωνία σε γωνία•

    ходить на цыпочках βαδίζω στις μύτες των ποδιών•

    ходить в ногу συμβαδίζω, πηγαίνω βήμα (βηματισμό)•

    ходить на вслах, πηγαί-με τα κουπιά, κωπηλατώ.

    || κινούμαι•

    месяц -ит по небу το φεγγάρι κινείται στον ουρανό.

    || μεταδίδομαι, εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    дым -ит по всей комнате ο καπνός ξαπλώνεται σ όλο το δωμάτιο.

    3. μεταβαίνω, πηγαίνω (με σημ. επανάληψης της ενέργειας, προς διάφορες κατευθύνσεις κ. διάφορο χρόνο)•

    ходить по магазинам πηγαίνω στα μαγαζιά•

    ходить на охоту πηγαίνω στο κυνήγι•

    ходить в школу πηγαίνω στο σχολείο•

    ходить в гости πηγαίνω φιλοξενούμενος•

    ходить гулять πηγαίνω περίπατο.

    || εκστρατεύω• πορεύομαι• επιτίθεμαι.
    4. κινούμαι γρήγορα.
    5. μεταδίδομαι από χέρι σε χέρι. || διαδίδομαι•

    вести -ят в народе τα νέα διαδίδονται (κυκλοφορούν) στο λαό.

    6. κινούμαι πίσω-μπρος, παλινδρομώ•

    -ит пила το πριόνι πηγαίνει πίσω-μπρός ή μπρος• πίσω•

    поршни -ят вверх и вниз τα έμβολα πηγαίνουν άνω-κάτω (ανεβοκαταβαίνουν).

    7. ταλαντεύομαι, δονούμαι, κουνιέμαι•

    мост -ит из стороны в сторону η γέφυρα κουνιέται (πηγαίνει πέρα-δώθε).

    8. βλ. идти (10 σημ.)•
    9. (διαλκ.) φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).
    10. τ ιμώμαι•

    квартира -ит двадцать рублей το διαμέρισμα αυτό νοικιάζεται είκοσι ρούβλια.

    || κυκλοφορώ• περιφέρομαι ή είμαι σε χρήση, σε συναλλαγή.
    11. περιποιούμαι, φροντίζω•

    ходить за больным περιποιούμαι τον άρρωστο•

    ходить за цветами περιποιούμαι τα λουλούδια.

    12. έχω το βαθμό, υπηρετώ με το βαθμό ή το αξίωμα.
    13. φορώ, φέρω•

    ходить в очках φορώ γυαλιά•

    ходить в лэлтях φορώ πα-λιοτσάρουχα.

    14. (γι,α κατάσταση)• βαδίζω, πηγαίνω•

    ходить как в тумане βαδίζω σαν σε ομίχλη (είμαι σκοτουριασμένος)•

    ходить повеся нос πηγαίνω με κρεμασμένο το κεφάλι (ταπεινωμένος)•

    ходить угрюмным βαδίζω σκυθρωπός•

    ходить голодным γυρίζω (περιφέρομαι) νηστικός.

    15. βλ. идти (19 σημ.).
    16. αφοδεύω, αποπατώ ή ουρώ.
    εκφρ.
    ходить в золоте – ντύνομαι (βγαίνω) ντυμένος στα χρυσά (πολυτελέστατα)•
    ходить по деламπαλ. • είμαι επιτετραμμένος ή ενταλμένος•
    не ходить за словом в карманπαλ.βλ. έκφραση στη λ. лезть•
    (все) под Богом -имπαλ. • άλλοι καθορίζουν την τύχη μας• όλα είναι δυνατόν να συμβούν.

    Большой русско-греческий словарь > ходить

См. также в других словарях:

  • όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… …   Dictionary of Greek

  • μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… …   Dictionary of Greek

  • ακροβατώ — (Α ἀκροβατῶ, έω) νεοελλ. 1. εκτελώ ακροβατικά γυμνάσματα, κάνω ακροβασίες 2. ασκώ το επάγγελμα τού ακροβάτη 3. επιχειρώ επικίνδυνες ή επιδέξιες πράξεις αρχ. 1. (για τις στρουθοκαμήλους και μτφ. για αλαζόνες) περπατώ στις άκρες τών ποδιών,… …   Dictionary of Greek

  • ακροπερπατώ — ( άω) 1. περπατώ στην άκρη δρόμου, όχθης κ.λπ. 2. βαδίζω στις μύτες τών ποδιών 3. περπατώ αθόρυβα, σιγά σιγά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + περπατώ] …   Dictionary of Greek

  • πατώ — και πατάω / πατῶ, έω και αιολ. τ. πάτημι, ΝΜΑ 1. έχω ή βάζω το πόδι μου πάνω σε κάτι, σε έναν τόπο ή σε ένα αντικείμενο (α. «πάτησα ένα καρφί» β. «χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῑν», Σοφ.) 2. λεηλατώ, διαρπάζω, κυριεύω (α. «πατήσανε το κάστρο» β. «πόλιν...… …   Dictionary of Greek

  • Metapolitefsi — The Metapolitefsi (Greek: Μεταπολίτευση, translated as polity or regime change) was a period in Greek history after the fall of the Greek military junta of 1967–1974 that includes the transitional period from the fall of the dictatorship to the… …   Wikipedia

  • ακροπατώ — ( άω) 1. βαδίζω στις μύτες τών ποδιών 2. παραπατώ, σκοντάφτω 3. περπατώ αργά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + πατώ] …   Dictionary of Greek

  • συγκοπή — (Ιατρ.). Παθολογικό επεισόδιο, που χαρακτηρίζεται από πλήρη ξαφνική και πρόσκαιρη απώλεια της συνείδησης και συνοδεύεται γενικά από μεταβολές της αναπνευστικής και κυκλοφοριακής λειτουργίας. Το επεισόδιο μπορεί να οφείλεται σε οποιαδήποτε αιτία… …   Dictionary of Greek

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • Βράχας, Ιωάννης — (Ψιανά Ευρυτανίας 1910 – 1993).Εκπαιδευτικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στο Διδασκαλείο Λαμίας και σταδιοδρόμησε ως δάσκαλος σε διάφορα σχολεία της επαρχίας και της περιοχής Αθηνών. Έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση κατά την περίοδο 1941 44 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»